- ύβος
- ο / ὗβος, ΝΑ1. παθολογικό εξόγκωμα τής ράχης ή τού στήθους λόγω παραμορφώσεως τής σπονδυλικής στήλης ή τού στέρνου, καμπούρα2. το κύρτωμα στη ράχη τής καμήλαςνεοελλ.1. ιατρ. προεξοχή τής σπονδυλικής στήλης υπό μορφή οξείας γωνίας προς τα πίσω, η οποία αποτελεί το κυρτότερο τμήμα μιας τοπικής κύφωσης σε έκταση λίγων σπονδύλων και είναι σύμπτωμα προχωρημένης φυματιώδους σπονδυλίτιδας ή καταγμάτων2. γεωλ. βραχώδης επιφάνεια τού υποβάθρου κάτω από έναν παγετώνα, η οποία έχει συνήθως τη μορφή αποστρογγυλωμένων προεξοχών3. φρ. «οροαιματώδης ύβος»ιατρ. οιδηματώδης παραμόρφωση τού κρανίου επί κεφαλικής προβολής και τής περιοχής τών γεννητικών οργάνων επί ισχιακής προβολής, κατά τον τοκετό, λόγω οροαιματηρής διηθήσεως τών ιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβός*, με αναβιβασμό τού τόνου. Ως επιστημ. όρος τής νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. gibbosite για την ιατρ. και roche moutonnee για τη γεωλ.].
Dictionary of Greek. 2013.